κακογράφω

κακογράφω
και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, -έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, -η, -ο(ν)
κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα
2. συντάσσω γραπτό κείμενο ασύντακτα ή άτεχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακογράφω < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + γράφω και μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο, ενώ η λ. κακογραφώ < κακογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακογραφώ — (Μ κακογραφώ έω) βλ. κακογράφω …   Dictionary of Greek

  • κακογράφω — κακόγραψα, κακογραμμένος, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα, γράφω δυσανάγνωστα: Το κείμενο αυτό είναι κακογραμμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογράφῳ — κακόγραφος badly written masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • κακογραμμένος — η, ο βλ. κακογράφω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”