- κακογράφω
- και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, -έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, -η, -ο(ν)κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.)νεοελλ.1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα2. συντάσσω γραπτό κείμενο ασύντακτα ή άτεχνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακογράφω < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + γράφω και μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο, ενώ η λ. κακογραφώ < κακογράφος].
Dictionary of Greek. 2013.